στεφανηπλόκος

στεφανηπλόκος
στεφᾰνηπλόκ-ος (parox.), , , [dialect] Dor. [pref] στεφᾰνᾱπλ- Rev.Arch.22 (1925).63 ([place name] Callatis):—
A plaiter of wreaths, Thphr.HP6.8.1, BGU1528.1 ([place name] Ptolemaic), Plu.2.645f; also [full] στεφανοπλόκος, Parmenio ap.Ath.13.608a, Dsc.3.75, 4.71, PLond. 1.125.35 (iv A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στεφανηπλόκος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηπλόκος — και δωρ. τ. στεφαναπλόκος και στεφανοπλόκος, ὁ, ἡ, Α τεχνίτης που έπλεκε στεφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος. Το η τού τ. για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • στεφανηπλόκον — στεφανηπλόκος masc/fem acc sg στεφανηπλόκος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηπλόκους — στεφανήπλοκος plaiter of wreaths masc acc pl στεφανηπλόκος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηπλόκων — στεφανήπλοκος plaiter of wreaths masc gen pl στεφανηπλόκος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηπλόκοι — στεφανηπλόκος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανήπλοκοι — στεφανήπλοκος plaiter of wreaths masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GLYCERA — I. GLYCERA inventrix corollarum, memoratur Plin. l. 35. c. 11. ub i de Pausia pictore: Amavit in iuventa Glyceram, municipem suam inventricem coronarum, certandoque imitatione eius, ad numerofissimam storum varietatem perduxit artem illam. Sed… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δικτυοπλόκος — δικτυοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει ή κατασκευάζει δίκτυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + πλοκος < πλόκος < πλέκω (πρβλ. δολοπλόκος, στεφανηπλόκος)] …   Dictionary of Greek

  • στεφανηπλοκώ — και αιολ. τ. στεφαναπλοκώ και στεφανοπλοκῶ, έω, Α [στεφανηπλόκος] πλέκω στεφάνια …   Dictionary of Greek

  • στεφανηπλόκια — τά, Α [στεφανηπλόκος] τόπος όπου έπλεκαν ή πωλούσαν στεφάνια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”